βαθύκρημνος

βαθύκρημνος
βᾰθύκρημνος, -ον
1 with high precipices

βαθυκρήμνοισι δ' ἀμφ ἀκταῖς Ἑλώρου N. 9.40

γαίας τε πάσας καὶ βαθύκρημνον πολιᾶς ἁλὸς ἐξευρὼν θέναρ (Heyne: -κρήμνου codd.) I. 4.56

Lexicon to Pindar. . 2010.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • βαθύκρημνος — βαθύκρημνος, ον (AM) με ψηλούς βράχους, απόκρημνος …   Dictionary of Greek

  • βαθύκρημνον — βαθύκρημνος with high cliffs masc/fem acc sg βαθύκρημνος with high cliffs neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυκρήμνοιο — βαθύκρημνος with high cliffs masc/fem/neut gen sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυκρήμνοισι — βαθύκρημνος with high cliffs masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυκρήμνου — βαθύκρημνος with high cliffs masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθυκρήμνων — βαθύκρημνος with high cliffs masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθύκρημνοι — βαθύκρημνος with high cliffs masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • βαθύ- — [ΕΤΥΜΟΛ. < βαθύς. Ο τ. χρησιμεύει ως α συνθετικό πολλών λέξεων της αρχαίας, μεσαιωνικής και νέας Ελληνικής και δηλώνει: 1. αυτόν που έχει βάθος πρβλ. βαθύκολπος, βαθύπεδος, βαθύρριζος αρχ. βαθυαγκής, βαθύγαιος, βαθυδινήεις, βαθυκύμων,… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”